Πώς προέκυψε το πανκ μέσα από τις αντικουλτούρες της δεκαετίας του 1960 που ισχυριζόταν ότι απέρριπτε; Γιατί έπαιξε τόσο κεντρικό ρόλο στην αναζωπύρωση του αναρχισμού σε όλο τον κόσμο στα τέλη του 20ού αιώνα; Πώς προεικόνισε τα συμμετοχικά μέσα της ψηφιακής εποχής; Και τι μπορεί να μας διδάξει η κληρονομιά του σήμερα;
Το παρακάτω κείμενο είναι ο πρόλογος στο Συντρίψτε το Σύστημα! Ο Πανκ Αναρχισμός ως Κουλτούρα Αντίστασης, ένα νέο βιβλίο που εκδόθηκε από την Active Distribution. Μπορείτε να το παραγγείλετε εδώ.
Μετάφραση: Νίκος Γκατζίκης. You can freely download nearly all of the punk and hardcore records CrimethInc. has released over the years here.
«ΤΟ ΠΑΝΚ ΡΟΚ ΙΣΟΥΤΑΙ ΜΕ ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΥΝ ΚΙΘΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΜΠΑΝΑ. ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΥΠΟΤΑΓΗ.»
-Ιταλικό πανκ
Punk και Αναρχία– Μια επικίνδυνη Ουτοπία
Ας φανταστούμε το ιδανικό πολιτιστικό όχημα για τον αναρχισμό.
Πρέπει να είναι προκλητικό, προφανώς. Θα πρέπει να χωράει τόσο τη χαρούμενη ειρωνεία όσο και το μεγάλο θάρρος. Αλλά ας το κάνουμε επίσης καταφατικό και θετικό, ακόμα κι αν πρέπει να διανύσουμε τον μακρύ δρόμο μέσα από τα βάσανα και την κάθαρση για να φτάσουμε εκεί. Δεν θέλουμε το είδος του μηδενισμού που κάνει δύσκολο το να σηκωθείς από το κρεβάτι το πρωί – θέλουμε το μηδενισμό που κρατά τους ανθρώπους έξω όλη τη νύχτα προκαλώντας προβλήματα.
Για αρχή, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε από τις δημιουργικές τέχνες: μουσική, μόδα, σχέδιο, γκράφιτι, γραφή, φωτογραφία, μικροεγκληματικότητα. Αυτές είναι θεμελιωδώς θετικές ακόμη και όταν εκφράζουν θυμό και απόγνωση – και το κόστος εκκίνησης είναι αρκετά χαμηλό. Βάζουμε τη μουσική μπροστά και στο κέντρο, έτσι ώστε η σχολική μόρφωση να μην αποτελεί κριτήριο.
Αισθητικά, θα το θέλαμε ωμό και ανατρεπτικό. Απορρίπτουμε όλες τις αναφορές στους ειδικούς και ξεφορτωνόμαστε όλους τους κλασικούς. Το πολύ-πολύ να διατηρήσουμε μερικές από τις καινοτομίες που η μουσική βιομηχανία έκλεψε από τους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Θα ταλαιπωρήσουμε τον βολεμένο, θα ανακουφίσουμε τον ταλαιπωρημένο.
Από οικονομικής άποψης, εάν δεν μπορούμε να σπάσουμε μονομερώς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ας ενσωματώσουμε κάποιες νόρμες για να εξουδετερώσουμε τις επιπτώσεις του: έλεγχο των τιμών («πληρώστε μέχρι δύο λίρες»), απέχθεια για την κερδοσκοπία και οτιδήποτε το εταιρικό, μια ηθική του «κάν’ το μόνος σου». Ας δώσουμε όλη την έμφαση σε πράγματα που δεν μπορούν να αγοραστούν. Αν αυτό σημαίνει μια ατελείωτη συζήτηση για το τι είναι «αυθεντικό», ας είναι.
Αυτή η υποκουλτούρα πρέπει να είναι χωρίς αποκλεισμούς — και όχι μόνο με την επιφανειακή έννοια που συνδέεται με τη φιλελεύθερη πολιτική της εκπροσώπησης. Αντί να κηρύττει μόνο στους προσηλυτισμένους, θα πρέπει να προσελκύει ανθρώπους από ένα ευρύ φάσμα καταβολών και πολιτικής. Θέλουμε να προσεγγίσουμε τους ίδιους νέους που είναι γραμμένοι στις λίστες των γραφείων στρατολογίας και θέλουμε να τους προσεγγίσουμε πρώτοι. Σίγουρα, αυτό σημαίνει ότι θα έρθουμε κοντά με πολλούς ανθρώπους που δεν είναι αναρχικοί – αυτό σημαίνει ένα μεγάλο πολύχρωμο καζάνι από διαφορετικές πολιτικές με πολλές συγκρούσεις και αντιφάσεις – αλλά ο στόχος είναι να διαδώσουμε τον αναρχισμό, όχι να κρυφτούμε μέσα σε αυτόν. Ας τους συγκεντρώσουμε όλους και όλες σε έναν χώρο που να βασίζεται στην οριζόντια οργάνωση, την αποκέντρωση, την αυτοδιάθεση, τα αναπαραγώγιμα μοντέλα, την ακυβερνησία κ.λ.π. και ας αφήσουμε τα άτομα να ανακαλύψουν τα πλεονεκτήματα μόνα τους.
Το πιο σημαντικό είναι η συμμετοχή όσων είναι φτωχοί, ευάλωτοι και θυμωμένοι. Όχι από κάποια λανθασμένη αντίληψη φιλανθρωπίας, αλλά μάλλον επειδή οι λεγόμενες ευάλωτες τάξεις είναι συνήθως η κινητήρια δύναμη της αλλαγής από τα κάτω. Όσοι είναι αυτάρεσκοι και καλομαθημένοι δεν έχουν την ανοχή στον κίνδυνο που είναι απαραίτητη για να γράψουν την ιστορία και να επανεφεύρουν την κουλτούρα.
Φανταστείτε μια κοινωνία αυτοεκπαίδευσης χωρίς δασκάλους, τάξεις ή προγράμματα σπουδών. Οι έφηβοι θα μαθαίνουν να παίζουν ντραμς παρακολουθώντας άλλους έφηβους να παίζουν ντραμς. Δεν θα μαθαίνουν για την πολιτική σε σκονισμένους τόμους, αλλά δημοσιεύοντας έντυπα με τις δικές τους εμπειρίες και αλληλογραφώντας με ανθρώπους στην άλλη άκρη του πλανήτη. Κάθε φορά που παίζουν γνωστοί μουσικοί, θα εμφανίζονται και μουσικοί που είναι στο ξεκίνημά τους. Η μάθηση δεν θα είναι μια ξεχωριστή σφαίρα δραστηριότητας, αλλά ένα οργανικό συστατικό κάθε πτυχής της κοινότητας.
Ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός ήταν εντάξει, αλλά «η Ποίηση πρέπει να γράφεται από όλους, όχι από έναν», όπως το έθεσε ο Κόμης ντε Λοτρεαμόν. Η ιδανική υποκουλτούρα που μας ενδιαφέρει δεν θα είναι μια παρέα καλλιτεχνών – μοιάζει περισσότερο με ένα δίκτυο συμμοριών του δρόμου όπου όλοι συμμετέχουν σε μια μπάντα, βγάζουν ένα έντυπο ή τουλάχιστον έχουν ποινικό μητρώο. Η τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που συμβαίνει στη σκηνή – είναι τα σχέδια που φτιάχνουν οι άνθρωποι στα πανωφόρια, τα πουκάμισα και τα σώματά τους, είναι ο χορός και τα φιλιά και οι καυγάδες και οι βανδαλισμοί, είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργούν μαζί. Ο συλλογικός μύθος ενός παγκόσμιου κινήματος βάσης. Ας αφήσουμε αυτόν τον μύθο να είναι αμφισβητούμενο έδαφος – η σύγκρουση θα κρατά το ενδιαφέρον των ανθρώπων αμείωτο.
Η υποκουλτούρα μας θα είναι Διονυσιακή – αισθησιακή, αυθόρμητη, άγρια – ένας ανεξέλεγκτος θερμοπίδακας ακατέργαστων συναισθημάτων. Το Απολλώνιο (το ορθολογικό, το σκόπιμο, το τακτοποιημένο) θα ακολουθεί τη χαοτική ενέργεια που οδηγεί αυτήν την κίνηση, δεν θα προηγείται. Οι διανοητικές προτάσεις μπορούν να βασίζονται στην αδρεναλίνη, τη λαγνεία, τη βία και την ευχαρίστηση, αλλά δεν μπορούν να τις υποκαταστήσουν.
Επομένως, τίποτα το υποκριτικό, τίποτα το θριαμβευτικό ή το ηθικιστικό. Καλύτερα ένας σκληρός ρομαντισμός που βλέπει αξιοπρέπεια τόσο στην ήττα όσο και στη νίκη, μια ανεπιτήδευτη στάση που λέει «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».
Αυτή η υποκουλτούρα θα πρέπει να είναι ένας χώρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να μαθαίνουν για την πολιτική της συναίνεσης και να διεκδικούν τα όριά τους ενάντια σε επεμβατικούς εξουσιαστές, κατέχοντες προνομίων και σε άλλα παράσιτα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διαδίδει μια επαναστατική κοινωνικότητα που διαβρώνει τα φυσικά και συναισθηματικά όρια που εξατομικεύουν το καπιταλιστικό υποκείμενο. «Η ουτοπία μας δεν είναι ένας κόσμος στον οποίο κανείς δεν πέφτει ποτέ πάνω σου — είναι ένας κόσμος στον οποίο όλοι πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο και είναι ένας κόσμος χαρούμενος και καλός, στον οποίο σημαίνει κάτι διαφορετικό όταν οι άνθρωποι πέφτουν πάνω σου».
Όχι μια ανώδυνη ουτοπία στην οποία δεν υπάρχουν μάχες, αλλά μια επικίνδυνη ουτοπία στην οποία υπάρχουν πράγματα για τα οποία αξίζει κανείς να παλεύει. Όχι ένα χωριό Ποτέμκιν που κρύβει τα ρήγματα που διατρέχουν την κοινωνία, αλλά μια αρένα στην οποία μπορούν όλοι να πάρουν θέση σε αυτές τις συγκρούσεις στην κλίμακα της ζωής τους. Όχι το αναρχικό ισοδύναμο της Κόκκινης Πρωτοπορίας – με τις ξεπεσμένες ηγεσίες και τις κουραστικές παραδόσεις – αλλά ένας ανοιχτός χώρος ελευθερίας στον οποίο κάθε γενιά κάνει τα δικά της λάθη και χαράζει το δικό της μονοπάτι.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, μπορούμε να δούμε έναν ολόκληρο εναλλακτικό τρόπο ζωής: αυτοοργανωμένοι χώροι και κέντρα αντιπληροφόρισης (infoshops), συλλογική στέγαση, καταλήψεις, δίκτυα ανακύκλωσης τροφίμων (Food Not Bombs), ομάδες ανάγνωσης, ομάδες δράσης, ομάδες συνάφειας (affinity groups), φεμινισμός, βιγκανισμός, μη μονογαμία, οικολογική άμυνα, μαχητική ανεργία — ο ουρανός είναι το όριο. Ένα παγκόσμιο δίκτυο χώρων της αντικουλτούρας, των κινημάτων και των εναλλακτικών τρόπων ζωής. Μια αλυσιδωτή αντίδραση εξεγέρσεων που εκρήγνυνται σαν μια σειρά από πυροτεχνήματα που περικυκλώνουν τον πλανήτη.
Μόνο τώρα, εκ των υστέρων, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο τυχεροί ήμασταν που συμμετείχαμε σε ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κινήματα λαϊκής αντικουλτούρας των τελευταίων αιώνων.
Συνδικάτα, Χίπηδες, Πάνκηδες, Μιλένιαλς
«Εάν υπάρχει ελπίδα για την Αμερική, αυτή βρίσκεται σε μια επανάσταση, και αν υπάρχει ελπίδα για μια επανάσταση στην Αμερική, αυτή βρίσκεται στο να κάνουμε τον Έλβις Πρίσλεϊ να γίνει Τσε Γκεβάρα».
«Οι πάνκηδες είναι χίπηδες».
-GISM
Τώρα ας τοποθετήσουμε την εμφάνιση αυτής της αντικουλτούρας ιστορικά, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Τα ισχυρά και επαναστατικά εργατικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα είχαν εξαγοραστεί, εγκαταλείποντας τα αιτήματα για αυτοδιάθεση με αντάλλαγμα υψηλότερους μισθούς, φθηνότερα καταναλωτικά αγαθά και περισσότερη εργασιακή ασφάλεια — ο λεγόμενος Φορντικός Συμβιβασμός, αν και το ίδιο συνέβη με το όνομα «Σοσιαλισμός» στο Ανατολικό Μπλοκ. Ενσωματωμένη έτσι στην αυτορρύθμιση της αγοράς, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία παραγκωνίστηκε από την εταιρική εξωτερική ανάθεση, καθώς ο καπιταλισμός μεταμόρφωσε ολόκληρο τον πλανήτη σε μια ενιαία ολοκληρωμένη εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο σταλινισμός, ο φασισμός, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, δύο Κόκκινοι Τρόμοι και ο Ψυχρός Πόλεμος είχαν συντρίψει τα αναρχικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα, πολώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας σε ένα δίλημμα μεταξύ ψεύτικης ελευθερίας και ψεύτικης ισότητας που κατέληγε σε ένα δίλημμα ανάμεσα στη CIA και τη KGB. Όσοι γεννήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μεγάλωσαν χωρίς ορίζοντα κοινωνικής αλλαγής, πέρα από την προσπάθεια μεταρρύθμισης της μίας ή της άλλης πλευράς αυτής της διχοτόμησης.
Ταυτόχρονα, χάρη στο Φορντισμό, οι μπέιμπι μπούμερ είχαν πρόσβαση σε μια ευρύτερη γκάμα αγαθών από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά. Το εταιρικό μάρκετινγκ ενθάρρυνε τους νέους να δουν τον εαυτό τους ως μια ξεχωριστή ομάδα με τα δικά τους ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες. Η μαζικά παραγώμενη νεανική κουλτούρα δημιούργησε άθελά της τη δυνατότητα μαζικής άρνησης της κυρίαρχης κουλτούρας, δημιουργώντας νέα κοινά σημεία αναφοράς που διέσχιζαν τις παλαιότερες εθνικές, πολιτισμικές και κοινωνικές διαιρέσεις.
Η ροκ μουσική, που αρχικά ήταν μια μορφή τέχνης της εργατικής τάξης που αναδύθηκε από τις κοινότητες των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ένα από τα εμπορεύματα που οι καπιταλιστές άρχισαν να παράγουν για να θρέψουν αυτή τη μαζική αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία των Beatles αντιπροσώπευε το όνειρο της οικονομικής κινητικότητας που μπορούσε να κάνει ο καθένας – αλλά ήταν επίσης μια ημιτελής προσπάθεια εξημέρωσης της νεολαίας της εργατικής τάξης και οικειοποίησης της εξέγερσής της. Το γεγονός ότι τέσσερις απλοί προλετάριοι από το Λίβερπουλ, έχοντας στη διάθεσή τους την πιο εξελιγμένη τεχνολογία ηχογράφησης της εποχής και μπαίνοντας στο επίκεντρο της προσοχής του κοινού ενός ολόκληρου πολιτισμού, μπόρεσαν από το τραγούδι Love Me Do το 1962 να φτάσουν στην ηχογράφηση του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band το 1967, υπονοούσε μια ουτοπική πιθανότητα που ξεπερνούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να εκπληρώσει η οικονομία της αγοράς: αν όλοι είχαμε τέτοιες ευκαιρίες, δεν θα μπορούσαμε όλοι μας να γίνουμε καλλιτέχνες; Τα παλικάρια από το Λίβερπουλ, όπως και η γενιά που μεγάλωσε με τη μουσική τους, ανακάλυψαν ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις επιλογές που είχαν στη διάθεσή τους, ακόμη και στην κορυφή της πυραμίδας – και τα κοινωνικά σώματα που είχαν συγχωνευθεί μέσω της κοινής καταναλωτικής δραστηριότητας επαναστάτησαν ενάντια στη συμμόρφωση και την αποξένωση της μαζικής κοινωνίας.
Στο βιβλίο του με τίτλο Κάν’ το! (Do It!), ο αρχι-γίππης Τζέρι Ρούμπιν απέδωσε την αναταραχή της δεκαετίας του 1960 σε αυτή την εξέλιξη: «Η Νέα Αριστερά ξεπήδησε μέσα από την περιστρεφόμενη λεκάνη του Έλβις σαν ένα προκαταβολικά τσαντισμένο παιδί». Η γενιά που ξεκίνησε επαναστατώντας ενάντια στη σεξουαλική καταστολή των γονιών της ακούγοντας ροκ εν ρολ, κατέληξε να καταλαμβάνει πανεπιστήμια και να διαδηλώνει στους δρόμους. Μέχρι την εποχή του φεστιβάλ του Γούντστοκ τον Αύγουστο του 1969, αυτή η αντικουλτούρα αριθμούσε ήδη εκατομμύρια υποστηρικτές.
Παρά το αντιεξουσιαστικό πνεύμα αυτής της νεανικής κουλτούρας, η αναζωπύρωση του αναρχισμού ήταν περιορισμένη. Οι αναρχικοί εδραίωσαν την παρουσία τους στην καμπάνια για τον πυρηνικό αφοπλισμό στη Βρετανία και αντιπροσώπευαν μια μειοψηφία επιρροής στους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ομάδα Up Against the Wall Motherfucker η «συμμορία του δρόμου με αναλυτικές ικανότητες», μετέφρασε την ισπανική αναρχική έννοια του grupos de afinidad στο Αγγλόφωνο μοντέλο των ομάδων συνάφειας (affinity groups). Έτσι εξοπλισμένοι, εισέβαλαν στο Πεντάγωνο, έκοψαν τους φράκτες στο Γούντστοκ και έφεραν μαζί τους τη μηχανή εκτύπωσης όταν κατέλαβαν τον χώρο ροκ μουσικής του Μπιλ Γκράχαμ για να απαιτήσουν μια νύχτα με δωρεάν είσοδο για τον κόσμο. Ωστόσο, καθώς η δεκαετία κυλούσε, οι αυταρχικοί μαρξιστές κέρδιζαν τις μάχες εξουσίας που μαίνονταν στην ηγεσία πολλών από τα κινήματα της εποχής. Όπως το πραξικόπημα του Μαρξ στη Διεθνή Ένωση Εργατών έναν αιώνα νωρίτερα, αυτές οι πύρρειες νίκες συνέβαλαν στην κατάρρευση των ίδιων των κινημάτων.
Μέσα στην αντικουλτούρα, το star system εισήγαγε τις δικές του ιεραρχίες. Στο Γούντστοκ, μισό εκατομμύριο άνθρωποι παρακολούθησαν από τις λάσπες καθώς μια σειρά από διασημότητες ανέβαιναν στη σκηνή.
Εν τω μεταξύ, οι καπιταλιστές είχαν αρχίσει να ενσωματώνουν στην αγορά τις απαιτήσεις των χίπηδων για ατομικότητα και διαφορετικότητα. Αυτό συνέπεσε με τη μετάβαση από την μαζική παραγωγή απλού φορντικού τύπου σε ολοένα και πιο διαφοροποιημένα καταναλωτικά αγαθά και ταυτότητες – τη μετάβαση από τις οικονομίες κλίμακας στις οικονομίες εύρους. Αν η μανία για τους Beatles είχε αποτελέσει παράδειγμα της μαζικής κουλτούρας, η εμφάνιση του μέταλ, του πανκ και του χιπ χοπ στη δεκαετία του 1970 ήταν παράδειγμα της «μετα-φορντικής» εξάπλωσης των διάφορων μορφών υποκουλτούρας.
Το καλοκαίρι του 1976 – εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Μπακούνιν, δεκατέσσερα χρόνια μετά την ηχογράφηση του Love Me Do και επτά χρόνια μετά το φεστιβάλ του Γούντστοκ – οι Sex Pistols έκαναν την πρώτη τους τηλεοπτική εμφάνιση, ερμηνεύοντας το Anarchy in the UK, το τραγούδι που έγινε το πρώτο τους single , στην εκπομπή So It Goes στις 28 Αυγούστου 1976. «Ο Μπακούνιν θα το λάτρευε», είπε ειρωνικά ο παρουσιαστής Tony Wilson.
Εδώ βρίσκεται, στη επίσημη πρώτη δημόσια πρεμιέρα του πανκ, η απόδειξη των αναρχικών διαπιστευτηρίων του. Όλες οι προσπάθειες να το αποδυναμώσουν ήρθαν μετέπειτα.
Οπότε ναι, το πανκ ήταν μια αντίδραση στις αντικουλτούρες της δεκαετίας του 1960. Ο τραγουδιστής των Pistols, Johnny Rotten, άνοιξε εκείνη την τηλεοπτική παράσταση με μια χλευαστική φράση για το Γούντστοκ, απορρίπτοντας κάθε τι αυτο-ικανοποιημένο και αφελές από την εποχή των χίπηδων – όλους τους τρόπους με τους οποίους οι χίπηδες, παρόλο που φαινόντουσαν να πετυχαίνουν τους στόχους τους, είχαν στην πραγματικότητα εξουδετερωθεί και αφομοιωθεί.
Αλλά το πανκ ήταν επίσης μια συνέχεια αυτών των μορφών αντικουλτούρας. Επανέλαβε την ίδια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης που είχε βιώσει η γενιά του Τζέρι Ρούμπιν – αλλά με μεγαλύτερη ένταση, όπως ένα βακτήριο που είχε αποκτήσει ανοσία στα αντιβιοτικά. Οι πάνκηδες έκαναν από την αρχή μεγάλη προσπάθεια για να ξεχωρίσουν από τους χίπηδες. Εκ των υστέρων, το πανκ ήταν κάθε τι το χίπικο που δεν μπορούσε να εξημερωθεί και να εμπορευματοποιηθεί. Όχι μουσικές σκηνές σε φεστιβάλ, αλλά συναυλίες σε υπόγεια. Όχι ψυχεδελικά πανιά και σήματα ειρήνης, αλλά δερμάτινα μπουφάν και ξύλο στο δρόμο σε στυλ Up Against the Wall Motherfucker. Τι είναι τελικά ένα πανκ συγκρότημα, αν όχι μια ομάδα συνάφειας και δράσης με κιθάρες; Συζητώντας για τους Sex Pistols, ο John Lennon παρατηρούσε ότι οι Pistols έκαναν επίτηδες όλα τα πράγματα που οι μάνατζερ των Beatles τους είχαν απαγορεύσει να κάνουν στην αρχή της εμπορικής τους καριέρας.
Ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο των Pistols με το Anarchy in UK, οι Crass (ένα από τα πρώτα punk συγκροτήματα που ταυτίστηκε με τον πλεονασμό του όρου «αναρχοπάνκ») ξεκινούσαν σε μια συλλογική κατάληψη στέγης που τα μέλη τους Penny Rimbaud και Gee Vaucher είχαν ιδρύσει το 1967 (ΣτΜ: κατάληψη εξοχικής κατοικίας στα περίχωρα του βόρειου Λονδίνου). Μπορούμε να εντοπίσουμε το γενεαλογικό δέντρο του πανκ μέσω των Crass απευθείας στους χίπιδες, μαζί με τον ειρηνισμό που αποτίναξε η επόμενη γενιά των πάνκιδων.
Στα πλαίσια της μετα-φορντικής αλλαγής, η τεχνολογία παραγωγής και εκτύπωσης μουσικών δίσκων έγινε τελικά μαζικά προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. Οι Crass ανήκαν σε ένα νέο κύμα πανκ συγκροτημάτων κάν’ το-μόνος-σου που κυκλοφορούσαν μόνοι τους τους δίσκους τους. (Η ιστορία λέει ότι έπρεπε να εκτυπώσουν 5000 αντίτυπα του πρώτου δίσκου τους επειδή αυτός ήταν ο ελάχιστος αριθμός που θα μπορούσε να βγάλει ένα εργοστάσιο εκτύπωσης δίσκων εκείνη την εποχή.) Αυτοδιαχειριζόμενοι τη διαδικασία παραγωγής αντί να πουλήσουν τον εαυτό τους σε μια δισκογραφική εταιρεία, μπόρεσαν να κλέψουν τη μυσταγωγία που δεκαετίες καπιταλιστικής επένδυσης και προώθησης είχαν προσδώσει στη βιομηχανία της ροκ, διεκδικώντας την στο όνομα του είδους εκείνου της αυτόνομης νεανικής υποκουλτούρας που είχε δημιουργήσει το ροκ εν ρολ εξαρχής.
Ταυτόχρονα, η αστάθεια στις παγκοσμιοποιημένες αγορές υπονόμευε την εργασιακή ασφάλεια στα μέσα του 20ού αιώνα. Το 1977, τα παιδιά των απολυμένων εργατών μπορούσαν να διαβάσουν το σύνθημα στον τοίχο, που απηχούσε στους στίχους της επόμενης επιτυχίας των Sex Pistols: ‘No future’ («Χωρίς μέλλον»). Το πανκ έγινε δημοφιλές στους πρώτους εκπρόσωπους του σημερινού πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού σε μια εποχή που όσοι ήταν χωρίς μέλλον αποτελούσαν ακόμα μια πικρή, απομονωμένη μειοψηφία. Ήταν το τραγούδι του καναρινιού μέσα στο ανθρακωρυχείο (ΣτΜ: Ένας υπαινιγμός για τα καναρίνια σε κλουβιά που οι ανθρακωρύχοι μετέφεραν μαζί τους στις σήραγγες των ορυχείων. Εάν η συγκέντρωση επικίνδυνων αερίων όπως το μονοξείδιο του άνθρακα ανέβαινε μέσα στο ορυχείο, τα αέρια θα σκότωναν το καναρίνι πριν σκοτώσουν τους ανθρακωρύχους, παρέχοντας έτσι μια προειδοποίηση για άμεση έξοδο από τις σήραγγες.)
Αλλά χρειάστηκαν δεκαετίες για να καταρρεύσει ο Φορντισμός εντελώς και να εξαφανιστεί μαζί με τις εφησυχασμένες μάζες που είχε δημιουργήσει. Μόλις το 2007 η Αόρατη Επιτροπή, στην Εξέγερση Που Έρχεται, μπόρεσε να γράψει
«Το μέλλον δεν έχει μέλλον» είναι η σοφία μιας εποχής που έχει φτάσει, παρ’ όλη την φαινομενική της απόλυτη ομαλότητα, στο επίπεδο συνείδησης των πρώτων πάνκηδων.
Σήμερα, σε μια εποχή εκτεταμένων οικονομικών και περιβαλλοντικών κρίσεων, πανδημίας και πολέμου, όταν ουσιαστικά κανείς δεν προσδοκά πια ένα λαμπρό μέλλον, το πανκ έχει καταστεί περιττό, τουλάχιστον ως μια μειοψηφική απόρριψη της καπιταλιστικής αισιοδοξίας και αισθητικής. Αν δεν τοποθετήσουμε το πανκ στο ιστορικό του πλαίσιο – μια επανεφεύρεση προϋπάρχουσων μορφών αντίστασης ως απάντηση στις συγκεκριμένες συνθήκες – δεν θα κατανοήσουμε τα δυνατά του σημεία ή τα όρια στα οποία έφτασε. Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που συνέβησαν στην αγορά εργασίας και στην καταναλωτική ταυτότητα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ακόμη και οι πιο δογματικοί αναρχοσυνδικαλιστές πολιτικοποιήθηκαν αρχικά μέσω της πανκ μουσικής και όχι μέσω της οργάνωσης στο χώρο εργασίας. Παρομοίως, για να καταλάβουμε γιατί το πανκ ολοκλήρωσε τον κύκλο του στις αρχές του 21ου αιώνα, πρέπει να αναγνωρίσουμε τους τρόπους με τους οποίους προέβλεψε και στη συνέχεια υποσκελίστηκε από το ψηφιακά δίκτυα, τα συμμετοχικά μοντέλα και τις ευμετάβλητες ταυτότητες της Ψηφιακής Εποχής.
Από τη δεκαετία του 1970 έως την αλλαγή της χιλιετίας, σχεδόν όλοι όσοι είχαν συγκρουσιακές τάσεις ήταν ουσιαστικά απομονωμένοι μέσα σε μια ξεχωριστή υποκουλτούρα. Καθώς όμως η μετάβαση από τις οικονομίες κλίμακας στις οικονομίες εύρους επιταχύνθηκε, αυτές οι υποκουλτούρες έπαψαν να είναι διακριτές και μακροπρόθεσμες σχέσεις. Σήμερα, οι άνθρωποι στοιβάζουν καταναλωτικές ταυτότητες όπως τις κάρτες συναλλαγών, και πολλά υποπολιτισμικά αναγνωριστικά δεν διαρκούν περισσότερο από όσο χρειάζεται για να κυκλοφορήσει ένα meme. Έχει γίνει τόσο δύσκολο να απομονωθεί η εξέγερση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όσο και να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό επαναστατικό υποκείμενο.
Παρομοίως, η παραοικονομία που βασίζεται στα δίκτυα Do it Yoyrself «κάν’ το μόνος σου» προανήγγειλε τον σύγχρονο υπερκαπιταλισμό, στον οποίο η αυτοδιαχείριση της εμπορευσιμότητας μας επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής και του ελεύθερου χρόνου μας. Οι Crass και οι σύγχρονοί τους για να διαδώσουν ανατρεπτικά μηνύματα έκαναν ένα πρωτοποριακό βήμα χρησιμοποιώντας μέσα που προηγουμένως ήταν απρόσιτα για την εργατική τάξη, αλλά στην πορεία και άθελά τους πρωτοστάτησαν και επικύρωσαν μια νέα μορφή επιχειρηματικότητας, ανοίγοντας το δρόμο για λιγότερο πολιτικοποιημένους επιχειρηματίες. Όλες οι ελλείψεις που εντόπισαν οι πάνκηδες στα μονοκατευθυντικά καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης του τέλους του 20ου αιώνα («Σκότωσε την τηλεόρασή σου!») ενημερώνουν τα συμμετοχικά καπιταλιστικά μέσα της εποχής μας. Ποιος χρειάζεται να πάει στην πρόβα της μπάντας όταν μπορεί να φτιάξει ένα βίντεο στο smartphone και να το δημοσιεύσει αμέσως στο Tik Tok; Κάν’ το μόνος σου!
Φυσικά, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν δαμάσει τη νέα γενιά. Συνεχίζοντας τη διαδικασία της αφομοίωσης και της επανεφεύρεσης, οι σημερινές εξεγέρσεις αντλούν από κάθε πτυχή του πανκ που δεν θα μπορούσε να εξημερωθεί, να εμπορευματοποιηθεί ή να ξεπεραστεί. Εξεγέρσεις χωρίς πανκ συναυλίες, μαύρα ρούχα χωρίς ραφτά πάνω τους, ώστε να μην μπορεί να σε αναγνωρίσει η αστυνομία. Πρόκληση και εξέγερση χωρίς ύμνους, χωρίς αισθητική, χωρίς ελπίδα.
Αν μη τι άλλο, έχουμε υπερδιορθώσει τα κατάλοιπα της χίπικης εποχής που παρέμειναν στην πρώτη φάση του πανκ. Όταν βγήκαν οι Pistols, αντέδρασαν ενάντια σε μια υποκουλτούρα που περιελάμβανε πάρα πολλή τέχνη και όχι αρκετή εξέγερση, υπερβολική ψυχαγωγία και όχι αρκετή αναστάτωση, υπερβολική αισιοδοξία και όχι αρκετή πραγματικότητα. Καθώς προχωράμε βαθύτερα σε έναν αιώνα που ήδη χαρακτηρίζεται από καταστροφή και απόγνωση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε λίγη περισσότερη τέχνη, δημιουργικότητα και αισιοδοξία.
Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που το πανκ παραμένει επίκαιρο το 2023.
«Στο αναρχικό κίνημα σήμερα, μερικές φορές μας λείπει το διονυσιακό πνεύμα που χαρακτήριζε το σκληροπυρηνικό underground πανκ στο απόγειό του: τη συλλογική, ενσαρκωμένη εμπειρία της επικίνδυνης ελευθερίας.Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το πανκ μπορεί να μας εμπνεύσει στα αναρχικά μας πειράματα του σήμερα και του αύριο: ως μεταμορφωτική διέξοδος για την οργή, τη θλίψη και τη χαρά, ένα θετικό μοντέλο συντροφικότητας και αυτοδιάθεσης στις κοινωνικές μας σχέσεις, ένα παράδειγμα για το πώς η καταστροφική παρόρμηση μπορεί επίσης να είναι δημιουργική.»
-«Η μουσική ως όπλο: Η αμφισβητούμενη συμβίωση του πανκ ροκ και του αναρχισμού»
Η ιστορία δεν χωρίζεται ξεκάθαρα σε περιόδους, μοιάζει περισσότερο με μια σειρά από ιζηματογενή στρώματα που συνθέτουν το παρόν. Απόψε καθώς διαβάζετε αυτό το κείμενο, μια συμφωνική ορχήστρα παίζει στο κέντρο της πόλης, μια τζαζ μπάντα παίζει κάπου αλλού στην πόλη και μια πανκ μπάντα παίζει στα προάστια.
Το Πανκ δεν έχει πεθάνει, το ξέρω – Το Πανκ δεν έχει πεθάνει, το ξέρω ότι δεν έχει πεθάνει.
Αν κατανοήσουμε το πανκ ως τον κληρονόμο των μακροχρόνιων παραδόσεων της αντίστασης, αυτό θα εξηγήσει τη συνεχιζόμενη σημασία που έχει για τον αναρχισμό. Ενώ μια παλαιότερη γενιά ριζοσπαστών με εργατικό προσανατολισμό συνήθιζε να χλευάζει τις πολιτικές δεσμεύσεις των πάνκηδων ως εφήμερες, το πανκ είναι πολύ παλαιότερο – και πιο σταθερό – από τα σημερινά μοντέλα πολιτικής οργάνωσης. Χρονολογείται από μια εποχή που οι υποκουλτούρες παρήγαγαν ακόμη διαρκείς ταυτίσεις και δεσμεύσεις. Δεν είναι περίεργο που πολλοί από αυτούς που εξακολουθούν να διατηρούν μέσα στα χρόνια τις οργανωμένες αναρχικές υποδομές είναι παλιοί πάνκηδες. Το πανκ συνδυάζει την ελκυστική αγκιτπρόπ και τα παγκόσμια δίκτυα των πολιτιστικών κινημάτων του 21ου αιώνα με τη μακροζωία των πολιτικών σχηματισμών της εποχής πριν από το Διαδίκτυο.
Επίλογος: Μαρτυρίες
Το πανκ συγκρότημα του φίλου μου παίζει στην καθυστερημένη μικρή πόλη του Νότου δίπλα στη δική μου. Ο χώρος είναι ένα καταφύγιο πυρηνικής καταστροφής από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας σταματάει μπροστά από το χώρο και ένας αστυνομικός βγαίνει έξω. Ενώ ο αξιωματικός ταλαιπωρεί τους πάνκηδες στο πεζοδρόμιο, ο φίλος μου περνάει απέναντι. Πέφτει στα γόνατα, σέρνεται πίσω από το αυτοκίνητο της αστυνομίας και του τρυπάει το λάστιχο με τον σουγιά του.
Ο αστυνομικός πρέπει να καλέσει ενισχύσεις μέσω ασυρμάτου. Όλο το βράδυ, όσο τα μουσικά συγκροτήματα παίζουν, οι πάνκηδες πίνουν στο πεζοδρόμιο και χειροκροτούν ειρωνικά καθώς η αστυνομία παλεύει να αντικαταστήσει το λάστιχο.
Την πρώτη εβδομάδα του λυκείου, οι Seven Seconds παίζουν στο μοναδικό κλαμπ της μικρής μου πόλης. Η συναυλία τελειώνει με τον ίδιο τρόπο που τελειώνει εκεί κάθε μεγάλη συναυλία σκληροπυρηνικού πανκ — με έναν τεράστιο καυγά μεταξύ σκίνχεντ που ξεχύνεται έξω στον κεντρικό δρόμο.
Πηγαίνω στο μάθημα το επόμενο πρωί με μια μελανιά στο χέρι μου στο ακριβές σχήμα της σόλας μιας μπότας Doc Martens. Με έχει σημαδεύσει: δεν είμαι μέρος του κόσμου σας.
Την επόμενη δεκαετία μπαίνω σε ένα συγκρότημα, ξεκινάω ένα zine, συμμετέχω σε ατελείωτες συζητήσεις για χορό, μόδα, φαγητό και συγκρούσεις. Γίνομαι φίλος με τους ανθρώπους που δουλεύουν νυχτερινή βάρδια στο φωτοτυπείο στο τέλος του δρόμου. Ξενυχτάω εκεί φωτοτυπώντας zines, αυστηρά εκτός βιβλίων. Κάποιος από την Τσεχία μου στέλνει ένα αντίγραφο του δίσκου των Kritická Situace ως αντάλλαγμα για το zine μου. Παίρνω το δίσκο στο σταθμό ακρόασης της δημόσιας βιβλιοθήκης γιατί δεν έχω πικάπ. Οδηγώ δώδεκα ώρες για να παίξω σε μια συναυλία στην οποία παρευρίσκονται μπράβοι που έχουν υποσχεθεί να μου επιτεθούν μόλις με δουν. Οργανώνω συναυλίες για συγκροτήματα. Κυκλοφορώ δίσκους.
Η μπάντα μας πηγαίνει σε περιοδεία. Κάθε βράδυ μας φιλοξενούν και μερικές φορές μας ταΐζουν. Αγοράζουμε όλοι μαζί ένα βανάκι. Ταξιδεύουμε σε όλη τη χώρα, παίζοντας σε αυτοοργανωμένους χώρους και μένοντας σε καταλήψεις στέγης. Στο εξωτερικό, βλέπουμε για πρώτη φορά τα γιγάντια κατειλημμένα κτίρια, με πανό κρεμασμένα στους τοίχους, τις κινηματικές αρχειοθήκες και τα συνεργεία επισκευής ποδηλάτων που εξυπηρετούν τη γειτονιά. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε μέρος σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι φανταζόμασταν.
Μετά από μόλις τρεις μήνες περιοδείας συνειδητοποιώ ότι η σκέψη μου έχει μετατοπιστεί από το πρώτο ενικό πρόσωπο στο πρώτο πληθυντικό. Εμείς.
Γνωρίζουμε τους παλιούς από τη γενιά των Crass. Μας ρίχνουν όλοι δυο δεκαετίες, είμαστε οι νεότεροι σε όλες τις συναυλίες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένα μέλος των Doom μας γυρνάει με το βανάκι του στα βρετανικά νησιά, μιας και δεν έχουμε συνηθίσει να οδηγούμε στην αριστερή πλευρά του δρόμου.
Ένα βράδυ, ο τύπος από τους Doom μένει ξύπνιος μέχρι αργά μιλώντας με ένα μέλος των Subhumans. Καταλήγουν να διαφωνούν για το αν οι Clash κατέστρεψαν το πανκ υπογράφοντας σε δισκογραφική εταιρεία. Μου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν την ίδια διαφωνία εδώ και είκοσι χρόνια. Παρόλα αυτά, αυτό με βοηθάει να σκεφτώ πάνω στις δικές μου μελλοντικές δεσμεύσεις μέσα στα χρόνια που θα έρθουν.
Επανακτήστε τους Δρόμους — Εκατομμύρια για τον Μούμια — η Εθνική Διάσκεψη για την Οργανωμένη Αντίσταση — η Προεδρική Ορκωμοσία. (ΣτΜ: Reclaim the Streets – Millions for Mumia – the National Conference on Organized Resistance – the Presidential Inauguration, κινήματα από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο). Σε κάθε διάσκεψη, πριν ή μετά από κάθε πορεία, γίνεται μια πανκ συναυλία. Όχι μόνο μουσικά συγκροτήματα, αλλά και κουκλοθέατρα, περφόρμανς αρτ, ριζοσπαστικές μαζορέτες. Περιπλανώμενοι πάνκηδες στήνουν λογοτεχνικά τραπέζια που αποτελούνται αποκλειστικά από βιβλία του Νόαμ Τσόμσκι που έχουν κλαπεί από τα βιβλιοπωλεία Barnes & Noble. Μερικές φορές το μαύρο μπλοκ ξεκινά απευθείας μέσα από το mosh pit.
Στο Σάο Πάολο, συμμετέχω σε μια πορεία ενάντια σε ανέγερση μνημείου για τα 500 χρόνια της αποικιοκρατίας. Όλοι φοράμε μάσκες. Οι πάνκηδες πίσω μας πετούν βόμβες μπογιάς στο μνημείο και πέτρες στις γραμμές των ΜΑΤ μπροστά μας. Η αστυνομία ρίχνει με αληθινές σφαίρες πάνω από τα κεφάλια μας. Στη συνέχεια, κρυβόμαστε μέσα σε ένα περίπτερο για να μην μας στοχοποιήσουν οι μπάτσοι από τις μπογιές στα ρούχα μας.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Abuso Sonoro παίζει στο Guarujá. Ο κιθαρίστας παίζει φορώντας την ίδια μάσκα που φορούσε στη πορεία. Μια παγκόσμια κουλτούρα αντίστασης.
Την πρώτη φορά που ανεβαίνουμε στο Ungdomshuset, το κατειλημμένο πανκ κτίριο στην Κοπεγχάγη, κάθε παράθυρο στη γειτονιά είναι σφραγισμένο με σανίδες. Υπήρξαν κάποιες ταραχές εδώ το προηγούμενο βράδυ, εξηγούν οι οικοδεσπότες μας, επειδή η αστυνομία θέλει να απελάσει έναν άνδρα στην Τουρκία. Μετά τη συναυλία, ενώ εμείς κοιμόμαστε στον ξενώνα, η αστυνομία κάθεται έξω από το κτίριο σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, απαγγέλλοντας απειλές από ένα μεγάφωνο στους πάνκηδες που στέκονται φρουροί στην ταράτσα.
Την τέταρτη φορά που επισκεπτόμαστε το Ungdomshuset, είμαστε πάρα πολλοί για να κοιμηθούμε στον ξενώνα. Αντ’ αυτού, οι οικοδεσπότες μας ξεδιπλώνουν στρώματα γυμναστικής σε όλο το μήκος της μεγάλης αίθουσας. Ξετυλίγουμε τους υπνόσακους μας και ξαπλώνουμε σε μια σειρά, τριάντα ή περισσότεροι από εμάς – οι μπάντες, οι διοργανωτές και ο κάθε τυχαίος ταξιδιώτης που δεν έχει άλλο μέρος να μείνει, όλοι μαζί κάτω από τη θολωτή οροφή του κτηρίου στο οποίο η ανακοινώθηκε η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας το 1910. Ας είναι ο πλανήτης γη ένας κοινός θησαυρός για όλους τους ανθρώπους. Πριν κοιμηθώ, στρέφομαι προς το άτομο που κοιμάται στα αριστερά μου. «Από που είσαι;»
“Εγώ; Είμαι από την Αυστραλία», απαντά. «Εσύ από που είσαι;»
Ένα χρόνο αργότερα, η αστυνομία πραγματοποιεί έφοδο και κατεδαφίζει το κτίριο στη μεγαλύτερη επιχείρηση εκκένωσης κτιρίου στη Δανία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πόλη ξεσηκώνεται για μια εβδομάδα και οι διαδηλώσεις συνεχίζονται κάθε βδομάδα για ένα χρόνο. Γίνονται σχέδια για τη βίαιη κατάληψη του Δημαρχείου από χιλιάδες ανθρώπους, όταν η κυβέρνηση υποχωρεί και παραχωρεί στους καταληψίες ένα νέο κτίριο. Την επόμενη φορά που θα πάω στη Δανία με μια μπάντα, θα παίξουμε εκεί, στο νέο Ungdomshuset.
Χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του κινήματος Occupy, μια νέα γενιά εισέρχεται στην αναρχική κοινότητα της μικρή μας πόλης του Νότου. Είναι οι πρώτοι που μπαίνουν χωρίς να έχουν το πανκ ως σημείο αναφοράς.
«Πρέπει όμως να οργανώσεις και ένα εργαστήριο για το πανκ», μου λέει η Λιζ, μετά από μια εκπαίδευση άμεσης δράσης.
«Ένα εργαστήριο; Γιατί; Το πανκ είναι απλώς ένα στυλ μουσικής, δεν είναι απαραίτητο για αυτά τα πράγματα», απαντώ. Δεκαετίες τσακωμών σχετικά με την εσωστρέφεια στις υποκουλτούρες με έχουν κάνει λίγο ευαίσθητο σε αυτό το θέμα.
«Ίσως, αλλά για όλους εσάς που γνωρίζατε ο ένας τον άλλον από παλιά, το πανκ είναι σαν μια αδελφότητα στην οποία ήσασταν μέλη, ή σαν μυστική κοινωνία. Ένα σωρό αναφορές σε συγκροτήματα που δεν έχουμε ακούσει ποτέ, σαν ένας ιδιωτικός κώδικας. Εμφανίζεται μόνο όταν συναναστρέφεστε μεταξύ σας, αλλά… έτσι οι άνθρωποι διαμορφώνουν οικειότητα, σωστά; Πρέπει να μας αφήσετε να μπούμε κι εμείς μέσα σ’ αυτό».
Λίγα χρόνια αργότερα, η αναρχική φοιτητική ομάδα στο τοπικό πανεπιστήμιο ζητά από εμάς τους παλιούς κατοίκους της πόλης να έρθουμε να κάνουμε μια παρουσίαση. Υποθέτω ότι θέλουν να μιλήσουμε για την κουλτούρα της αυτοπροστασίας ή την λήψη αποφάσεων σε συνελεύσεις με διαδικασία συναίνεσης ή τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα, θέλουν να τους μιλήσουμε για το πανκ.
Η Ρόξι και εγώ επιτάσσουμε έναν ολόσωμο καθρέφτη από το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο γυαλιού δίπλα στο σπίτι μου και τον φέρνουμε στην τάξη. Τον στήνουμε απέναντι από το κοινό. Αρχίζω να απαγγέλλω μια βαρετή διάλεξη φορώντας ένα πουκάμισο με κουμπιά, σαν καθηγητής. Ενώ τα μάτια τους είναι στραμμένα πάνω μου, η Ρόξι σπάει τον καθρέφτη με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, στέλνοντας θραύσματα να πετάγονται παντού, ενώ ένα κομμάτι σκληροπυρηνικού πανκ ξεκινάει να παίζει από τα ηχεία.
«Ορίστε — γιατί τώρα το κάναμε αυτό;» τους ρωτάει μετά, και οι απαντήσεις τους λένε όλα όσα πρέπει να ξέρουν για το τι είναι το πανκ. Όποια αντίληψη κι αν έχετε για τον εαυτό σας και τον κόσμο μέσα στον οποίο βλέπετε τον εαυτό σας, συντρίψτε την – ό,τι κι αν θεωρείτε κακοτυχία, κάντε το τώρα – και ξεκινήστε από εκεί, ξαναφτιάχνοντας τον εαυτό σας και τον κόσμο.
Further Reading and Viewing
- Afropunk: The Movie
- Beyond The Screams/Mas Alla de Los Gritos—A documentary about Latin@ hardcore punk in the US
- From Punk to Indigenous Solidarity: Four Decades of Anarchism in Brazil
-
The Last Of The Hippies—An Hysterical Romance, Penny Rimbaud